ὑπαιρέω
English (LSJ)
Ion. for ὑφαιρέω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1180] ion. = ὑφαιρέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαιρέω: Ἰων. ἀντὶ ὑφαιρέω, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑφαιρέω.
Greek Monotonic
ὑπαιρέω: Ιων. αντί του ὑφ-αιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαιρέω: ион. = ὑφαιρέω.