ὑπέρθυρον
Greek Monotonic
ὑπέρθῠρον: τό, = το προηγ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρθῠρον: τό верхний дверной брус, притолока Her., Arst., Plut.
ὑπέρθῠρον: τό, = το προηγ., σε Ηρόδ.
ὑπέρθῠρον: τό верхний дверной брус, притолока Her., Arst., Plut.