ὑπερούριος

Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον, Ion. and poet. for ὑπερόριος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1200] ion. u. poet statt ὑπερόριος, Theocr. 24, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερούριος: -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ ὑπερόριος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. ιων. τ.) βλ. υπερόριος.

Greek Monotonic

ὑπερούριος: -ον, Ιων. και ποιητ. αντί ὑπερόριος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερούριος: и 3 ион. = ὑπερόριος.