ὑπώρορε

Revision as of 05:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A v. ὑπόρνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώρορε: ἴδε ἐν λ. ὑπόρνυμι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. épq. de ὑπόρνυμι.

English (Autenrieth)

see ὑπόρνῦμι.

Greek Monotonic

ὑπώρορε: γʹ ενικ. παρακ., αμτβ. του ὑπ-όρνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπώρορε: эп. 3 л. sing. aor. к ὑπόρνυμι.