φίλοινος

Revision as of 05:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A fond of wine, μοῦσα E.Fr.184 (s. v.l.), cf. Theopomp.Com.78, Pl.Ly.212d, R.475a, Arist.Rh.1371a18, Jul. Caes.330c: Sup., Plu.Cic.27; ἔθνος Ael.VH3.13.

German (Pape)

[Seite 1280] den Wein, den Trunk liebend; Plat. Rep. V, 475 a; Leon. Tar. 87 (VII, 455); Plut. oft.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοινος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν οἶνον ἀγαπῶν νὰ πίνῃ, Πλάτ. Λῦσ. 212Β, Πολ. 475Α, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 17· φιλοινότατος Πλουτ. Κικ. 27, Αἰλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le vin, ivrogne;
Sp. φιλοινότατος.
Étymologie: φίλος, οἶνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἶνος.

Greek Monotonic

φίλοινος: -ον, αυτός που αγαπά το κρασί, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

φίλοινος: любящий вино, предающийся пьянству Plat., Arst., Plut.