φιλοτίμως

Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

French (Bailly abrégé)

adv.
avec le désir de se distinguer, avec émulation, avec zèle ; πρός τινα à l’envi de qqn ; πρός τι avec zèle pour qch;
Cp. φιλοτιμοτέρως ou φιλοτιμότερον, Sp. φιλοτιμότατα.
Étymologie: φιλότιμος.

Greek Monolingual

ΝΑ, και φιλότιμα Ν
βλ. φιλότιμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτίμως: (τῑ) честолюбиво, ревниво, с рвением (οἱ φ. πολιτευόμενοι Lys.): φ. ἔχειν πρός τι Xen. ревностно стремиться к чему-л.; φ. ἔχειν πρός τινα Plat. соперничать с кем-л.