φαρμακεύτρια

Revision as of 05:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ, fem. of φαρμακευτής, Eust. 1415.64; pl., title of the second Idyll of Theoc.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, fem. zu φαρμακευτής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ φαρμακευτής, Κ. Μανασσ. Χρον. 3250, Εὐστάθ. 1415. 64· ἐπιγραφὴ τοῦ βϳ εἰδυλλίου τοῦ Θεοκρίτου.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. φαρμακευτής.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκεύτρια: ἡ волшебница, колдунья (заглавие 2-ой идиллии Феокрита).