φωνάριον

Revision as of 05:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

τό, Dim. of φωνή, Clearch.Com. 2, AP5.131 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 1322] τό, dim. von φωνή, Stimmchen; Philodem. 21 (V, 132); Clearch. com. bei Ath. XIV, 623 c.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωνή, «γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βόχθιζε· τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ πνεῦμα καὶ τὸ φωνάριον ἡμῶν περίσαρκον γίνεται» Κλέαρχος ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2, Ἀνθ. Παλατ. 5. 132.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. σιγανή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].

Russian (Dvoretsky)

φωνάριον: (ᾰ) τό голосок Anth.