φυτευτής

Revision as of 05:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, =

   A pastinator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1319] ὁ, der Pflanzer (?).

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτής: -οῦ, ὁ, φυτεύων, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 7, 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν φυτεύω
αυτός που φυτεύει
αρχ.
αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς.

Russian (Dvoretsky)

φῠτευτής: οῦ ὁ плантатор или садовник Arst.