χρυσοποιός

Revision as of 06:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ὁ,

   A goldsmith, Luc.Cont.12.

German (Pape)

[Seite 1381] Gold bearbeitend, ὁ χρυσοποιός, der Goldarbeiter, Luc. Char. 12. – Später auch der Goldmacher, Alchymist.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοποιός: ὁ, ὁ κατεργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ouvrier qui travaille l’or.
Étymologie: χρυσός, ποιέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ποιός].

Greek Monotonic

χρῡσοποιός: ὁ (ποιέω), χρυσοχόος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοποιός: ὁ золотых дел мастер Luc.