ψελλότης

Revision as of 06:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A imperfect pronunciation, distd. fr. τραυλότης by Arist.Pr.902b24; ψ. γλώσσης ἰδία νόσος Plu.2.963c.

German (Pape)

[Seite 1393] ητος, ἡ, das Stammeln, Stottern, Anstoßen beim Sprechen, Lispeln, der Naturfehler des ψελλός, Arist. probl. 11, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλότης: -ητος, ἡ, ἀτελὴς ἢ ἐλλιπὴς προφορά· διακρίνεται τοῦ τραυλότης ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Προβλ. 11. 30· ψ. γλώσσης πλούτ. 2. 963C.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
défaut de celui qui prononce mal certains sons.
Étymologie: ψελλός.

Russian (Dvoretsky)

ψελλότης: ητος ἡ расстройство речи, невнятное произношение, косноязычие (ψ. γλώσσης Plut.): ἡ ψ. τῷ ἐξαίρειν τι, ἢ γράμμα, ἢ συλλαβήν Arst. косноязычие (состоит) в пропуске чего-л., буквы или слога.