χρέω

Revision as of 06:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

German (Pape)

[Seite 1371] ion. = χράω, Il., Orakel ertheilen, H. h. Apoll. 253. 293 u. Her. S. auch χρείω.

Greek (Liddell-Scott)

χρέω: Ἰων. ἀντὶ χράω (Γ), Α, δίδω χρησμόν, χρησμοδοτῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 253 293.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. ion. de χράομαι, Moy. de χράω².

English (Slater)

χρέω v. χράω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. χρῶ (II).

Greek Monotonic

χρέω: Ιων. αντί χράω (Γ), δίνω χρησμό, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

χρέω: HH = χράω III.