χάλυβος

Revision as of 06:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

v. sq. 11.

German (Pape)

[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χάλυψ.

Greek Monolingual

-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.

Greek Monotonic

χάλυβος: ὁ, = χάλυψ, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χάλῠβος: (ᾰ) ὁ Aesch. = χάλυψ.