διάκομμα

Revision as of 06:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.    II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.

Greek (Liddell-Scott)

διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).

Greek Monolingual

διάκομμα, το (Α) διακόπτω
πληγή από κόψιμο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] snede.