δεκάπλεθρος

Revision as of 06:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A enclosing ten πλέθρα, προτείχισμα Th.6.102.

German (Pape)

[Seite 542] zehn Plethren enthaltend, προτείχισμα Thuc. 6, 102.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάπλεθρος: -ον, περικλείων δέκα πλέθρα, Θουκ. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient dix plèthres.
Étymologie: δέκα, πλέθρον.

Spanish (DGE)

-ον
de diez pletros de longitud προτείχισμα Th.6.102, s. cont. ICr.1.5.21 (Arcades II a.C.), ἐμβαδόν Simp.in Cael.412.8.

Greek Monolingual

δεκάπλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει έκταση δέκα πλέθρων.

Greek Monotonic

δεκάπλεθρος: -ον, αυτός που περικλείει δέκα πλέθρα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δεκάπλεθρος: протяжением в 10 плетров (т. е. ок. 310 м) (προτείχισμα Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάπλεθρος -ον [δέκα, πλέθρον] van tien plethra (ongeveer 300 meter).