διατριπτέον

Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must spend time, Arist.Rh.1417a10, Men.Rh. p.359 S.    II one must rub, Hippiatr.1.

Greek (Liddell-Scott)

διατριπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διατρίβω, Ἀριστ. Ρητ. 3.16,6.

Spanish (DGE)

I hay que frotar τὰ ... περὶ τὸ στόμα στρύχνῳ Hippiatr.1.23.
II 1hay que perder el tiempo περὶ τὸ ὁμολογούμενον οὐ δ. Arist.Rh.1417a11, cf. Men.Rh.359
hay que pasar el tiempo, permanecer ἐν εὐπνοίᾳ Apollon. en Gal.12.503.
2 hay que detenerse ἐπὶ τῆς αὐτῆς (μελῳδίας) Aristid.Quint.80.20.

Greek Monotonic

διατριπτέον: ρημ. επίθ., πρέπει να δαπανήσουμε χρόνο, να κωλυσιεργήσουμε, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατριπτέον, adj. verb. van διατρίβω men moet tijd besteden.