καλλικέρας
English (LSJ)
καλλῐ-κέρα,
A with beautiful horns, δάμαλις B.18.24.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλικέρας -α [καλός, κέρας] met mooie horens.
καλλῐ-κέρα,
A with beautiful horns, δάμαλις B.18.24.
καλλικέρας -α [καλός, κέρας] met mooie horens.