Aeol.
A = καθαιρέω, Sapph.43, Alc.Supp.16.9; imper. κατάγρεντον IG12(2).6.15 (Mytilene): irreg. Pass. part. καταγρόμενος Theoc.Ep.3.6 (dub. l.).
κατάγρημι (Α)καταγρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. του καταγρῶ].
κατάγρημι Aeol. voor καθαιρέω.