καταισχυντήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A dishonourer, δόμων A.Ag.1363.
German (Pape)
[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.
Greek (Liddell-Scott)
καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.
Greek Monolingual
καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.
Greek Monotonic
καταισχυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
καταισχυντήρ: ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.