κατακλῄω
German (Pape)
[Seite 1353] s. κατακλείω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλῄω: ἴδε ἐν λ. κατακλείω.
French (Bailly abrégé)
ao. Pass. κατεκλῄσθην;
att. c. κατακλείω.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
κατακλῄω: атт. = κατακλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κλῄω, Oud- Att. voor κατακλείω.