καταπομπεύω

Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A scoff at, τινος Luc.Am.37.

German (Pape)

[Seite 1371] großprahlen gegen Einen, τινός, Luc. amor. 37.

Greek (Liddell-Scott)

καταπομπεύω: ἐμπαίζω, χλευάζω, τινὸς Λουκ. Ἔρωτες 37· πρβλ. πομπεύω.

Greek Monolingual

καταπομπεύω (Α)
εμπαίζω, χλευάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πομπεύω «περιγελώ, εμπαίζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταπομπεύω: вызывающе хвалиться: κ. τινός Luc. хвастаться перед кем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπομπεύω [καταπομπή] bespotten, met gen.