A v. χωρίζω.
κεχωρίδαται: ἴδε ἐν λέξ. χωρίζω.
κεχωρίδαται: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του χωρίζω.
κεχωρίδαται Ion. perf. med. 3 plur. van χωρίζω.