κρεουργία

Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.

Greek Monolingual

η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.

Greek Monotonic

κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργία: ἡ разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.