πακτός

Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

πακτός, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηκτός.

Greek Monotonic

πακτός: Δωρ. αντί πηκτός.

Russian (Dvoretsky)

πακτός: дор. = πηκτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πακτός -ά -όν Dor. voor πηκτός.