πάμβοτος

Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A all-nourishing, ἄλσος A.Supp.558 (lyr.), cf. Fr.99.

German (Pape)

[Seite 453] allernährend, Aesch. Suppl. 563.

Greek (Liddell-Scott)

πάμβοτος: -ον, ὁ τοὺς πάντας τρέφων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 559.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit tout le monde, plantureux.
Étymologie: πᾶν, βόσκω.

Greek Monolingual

πάμβοτος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει τους πάντες («Διὸς πάμβοτον ἄλσος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βοτος (< θ. βο- του βόσκω), πρβλ. πολύ-βοτος].

Russian (Dvoretsky)

πάμβοτος: питающий всех: δῖον πάμβοτον ἄλσος Aesch. = Αἴγυπτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμβοτος -ον [πᾶς, βόσκω] allen voedend.