πάμφθαρτος

Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A all-destroying, μόρος A.Ch.296.

German (Pape)

[Seite 455] allverderbend, Alle zu Grunde richtend, μόρος, Aesch. Ch. 294.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφθαρτος: -ον, ὁ τὰ πάντα φθείρων, ὀλέθριος, μόρος Αἰσχύλ. Χο. 296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a détruit tout, funeste.
Étymologie: πᾶν, φθείρω.

Greek Monolingual

πάμφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει τα πάντα, ολέθριος («παμφθάρτῳ μόρῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. κακό-φθαρτος].

Greek Monotonic

πάμφθαρτος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τα πάντα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφθαρτος: всеистребляющий, губительный (μόρος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμφθαρτος -ον [πᾶς, φθείρω] allesvernietigend.