παρέβασκε
Greek Monotonic
παρέβασκε: Επικ. αντί παρέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του παραβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέβασκε ep. iter. imperf. van παραβαίνω.
παρέβασκε: Επικ. αντί παρέβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του παραβαίνω.
παρέβασκε ep. iter. imperf. van παραβαίνω.