περιτάμνω

Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Ion. and Ep. for περιτέμνω.

German (Pape)

[Seite 596] ion. u. ep. statt περιτέμνω, Hom., Hes. u. Her.

Greek (Liddell-Scott)

περιτάμνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ περιτέμνω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. περιτέμνω.

Greek Monolingual

Α
(επικ. και ιων. τ.) βλ. περιτέμνω.

Greek Monotonic

περιτάμνω: Ιων. αντί περιτέμνω.

Russian (Dvoretsky)

περιτάμνω: эп.-ион. = περιτέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτάμνω ep. en Ion. voor περιτέμνω.