ποτερίσδω

Revision as of 08:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Dor. for προσερίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτερίσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ προσερίζω, Θεόκρ. 5. 60.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. προσερίζω.

Greek Monotonic

ποτερίσδω: Δωρ. αντί προσ-ερίζω.

Russian (Dvoretsky)

ποτερίσδω: дор. = προσερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτερίσδω Dor. voor προσερίζω.