πορθήτωρ

Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = πορθητής, A.Ag.907, Ch.974.

German (Pape)

[Seite 683] ορος, ὁ, poet. = πορθητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.

Greek (Liddell-Scott)

πορθήτωρ: -ορος, ὁ, = πορθητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 907, Χο. 974.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
dévastateur.
Étymologie: πορθέω.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
πορθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ, ποθή-τωρ)].

Greek Monotonic

πορθήτωρ: -ορος, ὁ, πορθητής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πορθήτωρ: ορος ὁ Aesch. = πορθητής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορθήτωρ -ορος, ὁ zie πορθητής.