A v. προβλώσκω.
προμολεῖν: ἴδε προβλώσκω.
inf. ao.2 de προβλώσκω.
προμολεῖν: απαρ. αορ. βʹ του προβλώσκω.
προμολεῖν inf. aor., zie προβλώσκω.