σελάννα

Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

ἁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σελήνη.

Russian (Dvoretsky)

σελάννᾱ: ἡ эол. = σελήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σελάννα Aeol. voor σελήνη.