3ᵉ pl. impf. Pass. de σκιάω.
σκιόωντο: Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του σκιάω.
σκιόωντο: эп. 3 л. pl. impf. к σκιάω.
σκιόωντο ep. ind. imperf. med. 3 pl. van σκιάω.