συνναυμαχέω

Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A engage in a sea-fight along with, τισι Hdt.8.44, cf. Ar.Ra.702 (troch.), Th.1.73, IG12.108.41.

Greek (Liddell-Scott)

συνναυμᾰχέω: ναυμαχῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 8. 44, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 702· ἐν Σαλαμῖνι ξυνναυμαχῆσαι Θουκ. 1. 73.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre sur mer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ναυμαχέω.

Greek Monotonic

συνναυμᾱχέω: μέλ. -ήσω, εμπλέκομαι σε ναυμαχία μαζί με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνναυμᾰχέω: вместе сражаться на море (τινι Her., Thuc., Dem.): ὅστις ἄν ξυνναυμαχῇ Arph. всякий участник морского боя.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνναυμαχέω [σύν, ναυμαχέω] samen een zeeslag leveren.