συγκόρυφος

Revision as of 12:59, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

ον,

   A with the vertices joined, κῶνοι Arist.Pr.912b18.

German (Pape)

[Seite 969] mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συγκόρῠφος: -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].

Russian (Dvoretsky)

συγκόρῠφος: соединенный вершиной (κῶνοι Arst.).