ἀχύνωψ

Revision as of 22:25, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A = κύνωψ (q.v.), fleawort, Plantago Psyllium, Thphr.HP7.11.2, Plin.HN21.89,101.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχύνωψ: ὁ ψύλλιον, «ψυλλοβότανον» ἢ «ψυλλόχορτον»· σταχυώδη μὲν οὖν ἐστιν ὅ τε ἀχύνωψ ὑπό τινων καλούμενος πλείους ἔχων ἰδέας ἐν ἑαυτῷ Θεοφρ. Ι. Φ. 7. 11. 2. πρβλ. κύνωψ.

Spanish (DGE)

bot. zaragatona, Plantago psyllium L., Thphr.HP 7.11.2, Plin.HN 21.89, 101, quizá tb. ἀχυνώ· πόα τις οὕτω καλεῖται Phot.α 3468.

• Etimología: Deriv. de κύνωψ q.u. por deformación.

Frisk Etymological English

See also: κύνωψ