ἔντε: Λοκρ. ἀντὶ ἔστε, ἕως οὗ, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 87 ἔντε κα ζώωντι (= ἔς τ’ ἂν ζῶσι) Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 42· ἔντε κα ζώῃ αὐτόθι 407.
v. ἔστε.
See also: s. ἔστε.