A irrigate, Schwyzer 485.7 (Thespiae, iii B.C.); cf. ἀπίτευτος.
Αποτίζω αγρούς, αρδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίνω.
Meaning: to drench, to waterSee also: s. πίνω.