πλάσιος
Greek Monolingual
-ον, Α
(αιολ. τ.) βλ. πλησίος.
Frisk Etymological English
Meaning: in δι-, τρι-, πολλα-πλάσιος a.o., youngatt. hell. -πλασίων.
See also: s. διπλάσιος
-ον, Α
(αιολ. τ.) βλ. πλησίος.
Meaning: in δι-, τρι-, πολλα-πλάσιος a.o., youngatt. hell. -πλασίων.
See also: s. διπλάσιος