διαποθνῄσκω
English (LSJ)
A keep dying, διαμάχεσθαι καὶ δ. Plb.16.31.8.
Greek (Liddell-Scott)
διαποθνῄσκω: ἀποθνῄσκω ἀγωνιζόμενος, Πολύβ. 16. 31, 8.
Russian (Dvoretsky)
διαποθνῄσκω: умирать (διαμάχεσθαι καὶ δ. Polyb.).
A keep dying, διαμάχεσθαι καὶ δ. Plb.16.31.8.
διαποθνῄσκω: ἀποθνῄσκω ἀγωνιζόμενος, Πολύβ. 16. 31, 8.
διαποθνῄσκω: умирать (διαμάχεσθαι καὶ δ. Polyb.).