πρῳραχθής
English (LSJ)
ές,
A laden at the prow: metaph., bowed forwards, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πρῳραχθής: -ές, πεφορτωμένος κατὰ τὴν πρῷραν· μεταφορ., κεκλιμένος, κεκαμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ γέροντος, Ἡσύχ.
ές,
A laden at the prow: metaph., bowed forwards, Hsch.
πρῳραχθής: -ές, πεφορτωμένος κατὰ τὴν πρῷραν· μεταφορ., κεκλιμένος, κεκαμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπὶ γέροντος, Ἡσύχ.