Ion. impf. of αἱρέω, Hes.Sc.302. ἠρήρει,
A v. ἀραρίσκω. ἠρήρειντο, ἠρήρειστο, v. ἐρείδω. ἤρης· ἄφρων, Hsch.
ᾕρευν: ион. impf. к αἱρέω.