διαποίκιλος

Revision as of 15:45, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ον,

   A variegated, Hp.Coac.603; ἄκανθα δ. τὴν χρόαν Arist.Fr.269; δ. ῥάβδοις striated, Id.HA525a12; δ. ψῆφοι Str.5.2.6.    2 metaph., ἀοιδά Lyr.Alex.Adesp.20.6.    II of persons, clad in embroidered robes, Luc.Nec.12.

German (Pape)

[Seite 596] bunt, bunt untermengt; μέλασι δ., Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 4, 1; Folgde; auch = mit bunten Kleidern versehen, Luc. Necyom. 12.

Greek (Liddell-Scott)

διαποίκῐλος: -ον, πεποικιλμένος, Ἱππ. Κωακ. 219· ἄκανθος δ. τὴν χρόαν Ἀριστ. Ἀποσπ. 253· δ. ῥάβδοις, ῥαβδωτός, αὐλακωτός, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 4. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu d’habits brodés.
Étymologie: διά, ποικίλος.

Spanish (DGE)

(διαποίκῐλος) -ον
abigarrado, de varios colores, διαχώρημα μέλασι διαποίκιλον excremento de varios tonos oscuros Hp.Coac.603, διαποίκιλος τὴν χρόαν de color variopinto Arist.Fr.269, τὰ πρανῆ ... ἔχει ὁ ἄρρην ... διαποίκιλα ῥάβδοις el macho tiene el dorso coloreado por estrías Arist.HA 525a12, εἰς τοὺς στρωματεῖς τοὺς διαποικίλους Thphr.HP 4.2.7, cf. Str.5.2.6, Luc.Nec.12, σφραγίς Ath.Askl.4.122 (III a.C.)
variado ἀοιδά Carm.Conu.34(c).4 (= Lyr.Alex.Adesp.20.6).

Russian (Dvoretsky)

διαποίκῐλος:
1) пестрый, испещренный: δ. ῥάβδοις Arst. полосатый; δ. τὴν χρόαν Arst. разноцветный;
2) одетый в пестрое платье (πορφυροῦς τις ἢ δ. Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ποίκιλος -ον versierd met bonte kleding.