ξυλεύς

Revision as of 19:34, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A woodcutter, of a sacrificial attendant, SIG1021.31 (Olympia, i B. C.), Paus.5.13.2,5.15.10, Hsch.

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, Holzsammler, Paus. 5, 13; bei Hesych. ὁ ξύλα παρέχων δοῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλεύς: έως, ὁ, οἰκέτης παρέχων ξύλα εἰς τὰς θυσίαν, ἰδίως οἰκέτης τοῦ ναοῦ τοῦ Διός, Παυσ. 5. 13, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξυλεύς· τὰ ξύλα παρέχων δοῦλος».

Greek Monolingual

ξυλεύς, ὁ (Α)
1. ξυλοκόπος, αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα
2. δούλος του ναού του Διός ο οποίος έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -εύς (πρβλ. καλαμ-εύς, κεραμ-εύς)].