ἀχάλκωτος

Revision as of 11:28, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, lit.

   A not brazened: without money, κυνοῦχος AP6.298 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 417] κυνοῦχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non garni de (clous de) cuivre (collier de chien).
Étymologie: ἀ, χαλκόω.

Spanish (DGE)

-ον carente de dinero κυνοῦχον AP 6.298 (Leon.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀχάλκωτος, -ον) [[[χαλκώ]] (-όω)]
αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.

Greek Monotonic

ἀχάλκωτος: -ον (χαλκόω), μη χάλκινος, αυτός που δεν έχει χρήματα, σε Ανθ.

Middle Liddell

χαλκόω
not brasened; without money, Anth.