(I)το [όγκος (Ι)]όγκος μικρού μεγέθους. (II)το1. βοτ. γένος φυτών2. ζωολ. γένος γαστεροπόδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. oncidium (< όγκος [Ι]). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].