(I)η, Νζωολ. γένος υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. raia «σελάχι»]. (II)η, Ντεχνολ. βλ. ράγα (ΙΙI).