πέρνη

Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. ελασματοβράγχιο τών θερμών θαλασσών, με παχύ μανδύα και πλατύ ελασματώδες όστρακο.
(II)
ἡ, Α
βλ. πέρνα.