διαιβολία

Revision as of 12:47, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Spanish (DGE)

v. διαβολία.

Greek Monolingual

διαιβολία, η (Α)
η διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του διαβολιά].

Middle Liddell

poet. for διαβολία