καλαμητομία

Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Ep. κᾰλᾰμητομίη, ἡ,

   A cutting of stalks, reaping, AP6.36 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1306] ἡ, das Halmabschneiden, Mähen, Philp. 19 (VI, 36).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de couper les tiges, moisson.
Étymologie: καλαμητόμος.

Greek Monolingual

καλαμητομία και καλαμητομίη, ἡ (Α) καλαμητόμος
το κόψιμο τών καλαμιών του σταριού, θερισμός.

Greek Monotonic

κᾰλᾰμητομία: ἡ (τέμνω), θερισμός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμητομία: ἡ косьба, жатва Anth.

Middle Liddell

κᾰλᾰμη-τομία, ἡ, τέμνω
a reaping, Anth.